- κουσκούτα
- (Cuscuta). Γένος φυτών της οικογένειας των κομβολβουλιδών (δικοτυλήδονα). Περιλαμβάνει παρασιτικές ετήσιες πόες, οι οποίες στερούνται χλωροφύλλης και έχουν πολύ λεπτούς, επιμήκεις, νηματοειδείς βλαστούς, κίτρινου χρώματος, από τους οποίους απουσιάζουν τα φύλλα· οι βλαστοί της κ. τυλίγονται γύρω από τους βλαστούς διαφόρων χλωροφυλλούχων αγγειοσπέρμων φυτών και απομυζούν –με ειδικούς μυζητήρες– νερό και τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά. Τα άνθη τους, πολύ μικρά, σφαιροειδή, λευκά, κιτρινωπά ή ρόδινα, είναι διατεταγμένα κατά στάχυες. Οι καρποί είναι μικροσκοπικές κάψες ή ράγες και περικλείουν 1-4 μικρά σπέρματα, τα οποία, πέφτοντας στο έδαφος, φυτρώνουν και δίνουν μικρά φυτά, τα οποία, εάν δεν συναντήσουν κοντά τους τον κατάλληλο ξενιστή-φυτό, ξεραίνονται γρήγορα.
Οι κ. σχηματίζουν ακανόνιστα και περίπλοκα πλέγματα ανάμεσα στα φυτά που προσβάλλουν, και μπορούν, όταν βρίσκονται σε μεγάλους αριθμούς, να καταστρέψουν ολόκληρες καλλιέργειες γεωργικών φυτών.
Στην Ελλάδα αυτοφύονται έξι είδη: Cuscuta europea, Cuscuta breviflora, Cuscuta globularis, Cuscuta epithymum, Cuscuta monogyna και Cuscuta planiflora, τα οποία είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες αμπελοκλάδια, μαλλιά της Παναγίας, νεραϊδογνέματα κ.ά.
Μικροφωτογραφία στην οποία φαίνεται ο τρόπος που η κουσκούτα απομυζά θρεπτικές ουσίες από τον ξενιστή της.
Η κουσκούτα είναι ένα φυτικό παράσιτο, επιζήμιο στις καλλιέργειες.
* * *και κουσκούτη, ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας κουσκουτίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cuscuta < νεολατ. cuscuta < αραβ. kushūth, kashūta, kashūtha].
Dictionary of Greek. 2013.